σμηνοδόκος

From LSJ
Revision as of 22:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμηνοδόκος Medium diacritics: σμηνοδόκος Low diacritics: σμηνοδόκος Capitals: ΣΜΗΝΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: smēnodókos Transliteration B: smēnodokos Transliteration C: sminodokos Beta Code: smhnodo/kos

English (LSJ)

ον,    A keeping bees, AP9.438 (Phil., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 910] einen Bienenschwarm fassend, aufnehmend od. auffangend, Philp. 73 (IX, 438).

Greek (Liddell-Scott)

σμηνοδόκος: -ον, ὁ περιέχων σμῆνος μελισσῶν, Ἀνθολ. Π. 9. 438.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recueille un essaim d’abeilles.
Étymologie: σμῆνος, δέκομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος.

Greek Monotonic

σμηνοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σμηνοδόκος: обирающий пчелиный рой (γειομόρος Anth.).

Middle Liddell

σμηνο-δόκος, ον, δέχομαι
holding a swarm of bees, Anth.