παρανηνέω

From LSJ
Revision as of 11:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανηνέω Medium diacritics: παρανηνέω Low diacritics: παρανηνέω Capitals: ΠΑΡΑΝΗΝΕΩ
Transliteration A: paranēnéō Transliteration B: paranēneō Transliteration C: paranineo Beta Code: paranhne/w

English (LSJ)

Ep. for παρανέω, (νέω c, cf. νηέω, νηνέω)

   A heap or pile up beside, only impf., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν Od.1.147, cf. 16.51.

Greek (Liddell-Scott)

παρανηνέω: Ἐπικ. ἀντὶ παρανέω (νέω Δ) ἐπισωρεύω πλησίον, μόνον ἐν τῷ παρατ., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν, «παρεσώρευον» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 147, Π. 51· ἴδε ἐν λέξ. νηνέω.

French (Bailly abrégé)

impf. παρενήνεον;
entasser auprès de.
Étymologie: p. *παρανέω, avec redoublement épq., de νέω⁴.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ' ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νηνέω «σωρεύω»].

Greek Monotonic

παρανηνέω: Επικ. αντί παρανέω (νέω), συσσωρεύω ή συναθροίζω, στοιβάζω, μόνο σε παρατ., σῖτονπαρενήνεον ἐν κανέοισιν, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-νηνέω, alleen imperf. 3 sing. παρενήνεεν en 3 plur. παρενήνεον, erbij ophopen.

Russian (Dvoretsky)

παρανηνέω: [из * παρανέω от νέω IV] нагромождать, накладывать (σῖτον ἐν κανέοισιν Hom.).

Middle Liddell

epic for παρανέω [νέω4]
to heap or pile up beside, only in imperf., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν Od.