Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράχορδος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰχορδος Medium diacritics: τετράχορδος Low diacritics: τετράχορδος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: tetráchordos Transliteration B: tetrachordos Transliteration C: tetrachordos Beta Code: tetra/xordos

English (LSJ)

ον, (χορδή)

   A four-stringed, ὄργανον Ath.4.183a; λύρα Str.13.2.4.    II Subst. -χορδον, τό, tetrachord, i.e. scale of four notes, comprising two tones and a half, Arist.Pr.922b8, Fr.47, Plu.2.1021e, etc.: metaph., (sc. παθῶν) Aristo Stoic.1.85, cf. Jul.Caes.315c.

German (Pape)

[Seite 1100] viersaitig; τὸ τετράχορδον, das Tetrachord, Arist. probl. 19, 33 u. Music., eine Folge von vier Saiten od. Tönen, die drittehalb Töne maßen, die Grundlage aller spätern Tonsysteme.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχορδος: -ον, (χορδὴ) ὁ ἔχων τέσσαρας χορδάς, ὄργανον Ἀθήν. 183Α· - τὸ τετράχορδον, κλῖμαξ μουσικὴ περιλαμβάνουσα δύο τόνους καὶ ἡμιτόνιον, τὸ ἀρχαιότατον Ἑλληνικὸν μουσικὸν σύστημα καὶ βάσις πάντων τῶν μετέπειτα, Ἀριστ. Προβλ. 19. 33, Ἀποσπ. 43, Πλούτ. 2. 1021Ε, κλπ., ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre cordes ; τὸ τετράχορδον accord de deux tons et demi.
Étymologie: τέτταρες, χορδή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράχορδος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις χορδές
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τετράχορδο
α) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερεις χορδές
β) ανιούσα διαδοχή τεσσάρων φθόγγων
Ι αρχ. το ουδ. ως ουσ. μουσική κλίμακα που περιλαμβάνει δύο τόνους και ημιτόνιο, το αρχαιότατο ελληνικό μουσικό σύστημα και η βάση όλων τών μετέπειτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ἑξά-χορδος].