ἀναλθής

From LSJ
Revision as of 16:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλθής Medium diacritics: ἀναλθής Low diacritics: αναλθής Capitals: ΑΝΑΛΘΗΣ
Transliteration A: analthḗs Transliteration B: analthēs Transliteration C: analthis Beta Code: a)nalqh/s

English (LSJ)

ές,

   A not to be healed, ἑλκύδριον Hp.Art.63, cf. Arctin.Iliup. 5, Aret.SD1.7, Q.S.3.84.    2 not healing, powerless to heal, φάρμακα Bion Fr.13.4.    3 deadly, inflicting incurable wounds, Opp. C.2.424.

German (Pape)

[Seite 196] ές, unheilbar, Hippocr.; – nicht heilsam, φάρμακα Bion 7, 4; dah. gefährlich, Qu. Sm. 9, 387; ἄτη Man. 2, 499.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλθής: -ές, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος θεραπείαν, ἀνίατος, ἑλκύδριον Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829. πρβλ. Ἀρκτῖν. παρὰ Σχολ. εἰς Ἰλ. Λ. 515 (Düntzer σ. 22). 2) ὁ μὴ θεραπεύων, ἀνίσχυρος πρὸς θεραπείαν, φάρμακα Βίων 7 (11). 4. ― Ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει: «ἀναλθές· ἀνίατον· ἀνυγίαστον: ἀναίσθητον».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 incurable;
2 inefficace.
Étymologie: ἀ, ἀλθαίνω.

Spanish (DGE)

-ές
1 incurable, ἑλκύδριον Hp.Art.63, τραύματα Bio Fr.1.4, cf. Il.Pers.5.6, Aret.SD 1.7.8, Q.S.3.84.
2 que produce heridas incurables ὀϊστός Opp.C.2.424.

Greek Monolingual

ἀναλθής, -ές (Α)
αυτός που δεν θεραπεύεται, ανίατος, αγιάτρευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄλθος «θεραπεία»].

Greek Monotonic

ἀναλθής: -ές (ἀλθαίνω), μη επιδεχόμενος θεραπεία, ανίατος, αγιάτρευτος, σε Βίωνα.

Middle Liddell

ἄλθομαι
powerless to heal, Bion.