ἐφιππάζομαι

From LSJ
Revision as of 15:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφιππάζομαι Medium diacritics: ἐφιππάζομαι Low diacritics: εφιππάζομαι Capitals: ΕΦΙΠΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ephippázomai Transliteration B: ephippazomai Transliteration C: efippazomai Beta Code: e)fippa/zomai

English (LSJ)

   A ride a tilt at, λόγοις Cratin.358.    2 ride upon, ἐπὶ δελφῖνος Luc.DMar.6.2; sens. obsc., Artem.1.79.    3 abs., ride, Palaeph.52, Jul.Or.2.60a.

German (Pape)

[Seite 1119] darauf reiten, ἐπί τινος, Luc. D. Mar. 6, 2; im obscönen Sinne, Artemid. 1, 79. – Cratin. bei B. A. 39, 10 sagt ἐφιππάσασθαι λόγοις, was καταδραμεῖν erklärt wird, losziehen mit Worten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιππάζομαι: ἐφορμῶ ἔφιππος κατά τινος, μεταφ., ἐφιππάσασθαι λόγοις, καταδραμεῖν, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 131· πρβλ. καθιππάζομαι. 2) ἱππεύω, ἐποχοῦμαι, δελφῖνά μοί τινα τῶν ὠκέων παράστησον· ἐφιππάσομαι γὰρ αὐτοῦ Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 2· ἐπὶ σημασίας αἰσχρᾶς, ἄνωθεν ἐπικειμένην ἢ ἐφιππαζομένην Ἀρτεμίδ. 1. 79.

French (Bailly abrégé)

aller à cheval, chevaucher.
Étymologie: ἐπί, ἱππάζομαι.

Greek Monolingual

ἐφιππάζομαι (Α)
1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι
2. ιππεύω
3. τρέχω έφιππος
4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι.

Greek Monotonic

ἐφιππάζομαι: αποθ., εφορμώ έφιππος καταπάνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφιππάζομαι: ездить верхом или плыть сидя верхом (ἐπὶ δελφῖνος Luc.).

Middle Liddell

Dep. to ride upon, Luc.