τειχομελής

From LSJ
Revision as of 08:44, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχομελής Medium diacritics: τειχομελής Low diacritics: τειχομελής Capitals: ΤΕΙΧΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: teichomelḗs Transliteration B: teichomelēs Transliteration C: teichomelis Beta Code: teixomelh/s

English (LSJ)

ές,    A walling by music, of Amphion's lyre, AP9.216 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 1081] ές, durch Gesänge mit Mauern versehend, κιθάρη, von der Cither des Amphion, Onest. 7 (IX, 216).

Greek (Liddell-Scott)

τειχομελής: -ές, ὁ τειχίζων διὰ μουσικῆς, ἐπὶ τῆς λύρας τοῦ Ἀμφίονος, Ἀνθ. Π. 9. 216.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont les accents élèvent des murailles en parl. de la lyre d’Amphion.
Étymologie: τεῖχος, μέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η κιθάρα του Αμφίονος, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ-μελής].

Greek Monotonic

τειχομελής: -ές (μέλος), αυτός που τειχίζει δια μουσικής, λέγεται για τη λύρα του Αμφίονα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τειχομελής: своими звуками воздвигающий стены (κιθάρη, sc. τοῦ Ἀμφίονος Anth.).

Middle Liddell

τειχο-μελής, ές μέλος
walling by music, of Amphion's lyre, Anth.