ἀρτιθανής

From LSJ
Revision as of 15:34, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιθᾰνής Medium diacritics: ἀρτιθανής Low diacritics: αρτιθανής Capitals: ΑΡΤΙΘΑΝΗΣ
Transliteration A: artithanḗs Transliteration B: artithanēs Transliteration C: artithanis Beta Code: a)rtiqanh/s

English (LSJ)

ές,    A just dead, E.Alc.600 (lyr.), Men. Prot.p.89D.

German (Pape)

[Seite 362] ές, jüngst gestorben, Eur. Alc. 608.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιθᾰνής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου ἀποθανών, Εὐρ. Ἄλκ. 600.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mort depuis peu.
Étymologie: ἄρτι, θνῄσκω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐθᾰνής) -ές
recién muerto νέκυς E.Alc.600, cf. Nonn.Par.Eu.Io.11.13, Men.Prot.p.89.

Greek Monolingual

ἀρτιθανής, -ές (Α)
αυτός που πέθανε πριν λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θανής < (θ.) θαν-, έθανον (αόρ. β' του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής].

Greek Monotonic

ἀρτιθᾰνής: -ές (θνῄσκω), αυτός που μόλις πέθανε, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιθᾰνής: только что умерший Eur.

Middle Liddell

θνήσκω
just dead, Eur.