ἐμβαδίζω
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
A walk on, ὄχθαις Ael.NA10.24; simply, walk, march, Ph.1.232, D.C.79.14.
German (Pape)
[Seite 803] einherschreiten; D. Cass. 79, 14 u. a. Sp.; ταῖς ὄχθαις, auf, Ael. H. A. 10, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαδίζω: βαδίζω ἐπάνω εἴς τι, τινὶ Αἰλ. π. Ζ. 10. 24· εἰσέρχομαι Δίων Κ. 79. 14.
French (Bailly abrégé)
marcher sur.
Étymologie: ἐν, βαδίζω.
Spanish (DGE)
adentrarse en, llegar hasta c. dat. o compl. de direcc. ταῖς ὄχθαις τοῦ ποταμοῦ Ael.NA 10.24, εἰς τὸ μνημεῖον Cyr.Al.M.74.136C
•abs. andar, caminar ὠρχεῖτο ... καὶ ἐμβαδίζων τρόπον τινά de alguna manera bailaba incluso mientras iba andando D.C.79.14.3.
Greek Monolingual
ἐμβαδίζω (Α)
1. βαδίζω επάνω σε κάτι
2. εισέρχομαι σε κάποιον χώρο.