ῥαβδοφόρος

From LSJ
Revision as of 15:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδοφόρος Medium diacritics: ῥαβδοφόρος Low diacritics: ραβδοφόρος Capitals: ΡΑΒΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: rhabdophóros Transliteration B: rhabdophoros Transliteration C: ravdoforos Beta Code: r(abdofo/ros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A carrying a rod or staff:    1 = ῥαβδοῦχος 2, at Athens, a sort of beadle or constable, Sch.Ar.Pax733 (pl.); in Egypt, PSI4.332.11 (iii B.C.), PPetr.3p.340 (iii B.C.), PCair.Zen.753.73 (pl., iii B.C.); of officials at games, IG7.3078 (Lebad., i B.C.); in the mysteries, ib.5(1).1390.41 (Andania, i B.C.); at Rome, lictor, Plb.10.32.2.    2 Astrol., of the planets (ἥλιος being the βασιλεύς), Sch.A.R.4.262, cf. S.E.M. 5.31.

German (Pape)

[Seite 830] eine Ruthe, einen Stab tragend, bes. ein Polizei- od. Gerichtsdiener, der, wie der Lictor, ein Ruthenbündel, fasces, od. einen Stab trägt; Pol. 10, 32, 2; D. Hal. 3, 61 u. a. Sp.; bei S. Emp. adv. astrol. 31 = Würdenträger. Vgl. ῥαβδοῦχος u. ῥαβδηφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδοφόρος: -ον, ὁ φέρων ῥαβδίον ἢ βακτηρίαν, ἴδε ῥαβδηφόρος. 2) = ῥαβδοῦχος 2, ἐν Ἀθήναις, εἶδος ἀστυνομικοῦ ὑπαλλήλου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 734· ἐν Ρώμῃ = lictor, Πολύβ. 10. 32, 2. 3) ὡς ὅρος ἀστρολογικὸς λέγεται ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 262, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 31.

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥαβδοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, -ον, Α
1. αυτός που φέρει ράβδο
2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι
οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν θεατῶν», Σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
1. (κυρίως στον τ. ῥαβδηφόρος) αυτός που κρατά τον θύρσο, δηλαδή ραβδί περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που είχε στην κορυφή του κουκουνάρι από πεύκο και το οποίο ως διονυσιακό έμβλημα κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου
2. αστρολ. χαρακτηρισμός τών πλανητών («τὰ μέν... ζῴδια θεοὺς βαλαίους προσηγόρευσαν, τοὺς δὲ πλανήτας ῥαβδοφόρους», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδοςβλ. λ. + -φόρος].

Greek Monotonic

ῥαβδοφόρος: -ον (φέρω), = ῥαβδοῦχος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδοφόρος:
1) жезлоносец Sext.;
2) (в Риме) ликтор Polyb.

Middle Liddell

ῥαβδο-φόρος, ον, φέρω = ῥαβδοῦχος 2, Polyb.]