ἀναμίσγω

From LSJ
Revision as of 13:17, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμίσγω Medium diacritics: ἀναμίσγω Low diacritics: αναμίσγω Capitals: ΑΝΑΜΙΣΓΩ
Transliteration A: anamísgō Transliteration B: anamisgō Transliteration C: anamisgo Beta Code: a)nami/sgw

English (LSJ)

poet. and Ion. for    A ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Od.10.235; αἷμα δακρύοισι Tim.Fr.7:—Med., have intercourse with, τινί Hdt.1.199:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.Aet.Fr.7.3 P.

German (Pape)

[Seite 198] ion. u. p. = ἀναμίγνυμι. ἀνέμισγε σίτῳ φάρμακα Od. 10, 235. – Med., ver Kehren, Her. 1, 199.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμίσγω: ποιητ. καὶ Ἴων. ἀντὶ ἀναμίγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Ὀδ. Κ. 235· ἀμμίσγω Ἐμπεδ. 47 Sturz.: - Μέσ., ἀναμιγνύομαι, ἔρχομαι εἰς σχέσεις, οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τήσι ἄλλῃσι Ἡρόδ. 1. 199.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 mêler : τινί τι OD une chose à une autre;
2 avoir des relations avec τινι.
Étymologie: cf. ἀναμίγνυμι.

English (Autenrieth)

aor. part. ἀμμίξᾶς: mix up with, mix together, Od. 10.235, Il. 24.529.

Spanish (DGE)

mezclar c. ac. y dat. σίτῳ φάρμακα Od.10.235, πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26, αἷμα δακρύοισι Tim.4.3
en v. med. mezclarse, entremezclarse abs. ταχέως δ' ἀναμίσγεται ἄτη Sol.1.13, c. dat. ὕδωρ δ' ἀναμίσγεται ὕλῃ Thgn.961, λιταῖς ἀπειλαί Gorg.B 27, γέλως λύπῃ Call.Fr.24.3
fig. relacionarse socialmente πολλαὶ ... οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι Hdt.1.199.

Greek Monolingual

ἀναμίσγω (Α)
ποιητ. και ιων. τ. του ἀναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μίσγω (< μίκσκω < μίγ-σκω) «αναμειγνύω»].

Greek Monotonic

ἀναμίσγω: ποιητ. και Ιων. αντί ἀναμίγνυμι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., ανακατεύω ένα πράγμα με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αναμειγνύομαι, έρχομαι σε επαφή, επικοινωνία, τινι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμίσγω: Hom., Her., поэт. ἀμμίσγω Emped. = ἀναμίγνυμι.