ἀναρθρία

From LSJ
Revision as of 13:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρθρία Medium diacritics: ἀναρθρία Low diacritics: αναρθρία Capitals: ΑΝΑΡΘΡΙΑ
Transliteration A: anarthría Transliteration B: anarthria Transliteration C: anarthria Beta Code: a)narqri/a

English (LSJ)

ἡ,    A want of vigour, Arist.Pr.894b21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρθρία: ἡ, ἀτονία ταῶν ἄρθρων, ἐπὶ εὐνούχων, Ἀριστ. Προβλ. 10. 36, 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
debilidad de las articulaciones θηλυκή Arist.Pr.894b21.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀναρθρία)
νεοελλ.
το να μη μπορεί κάποιος να αρθρώσει κατανοητή ομιλία λόγω νευρικής βλάβης των μυών που συνεργούν στην παραγωγή του προφορικού λόγου
αρχ.
έλλειψη σφρίγους, ατονία.
(II)
η (Α ἀναρθρία) ἄναρθρος
νεοελλ.
αδυναμία για άρθρωση κανονικής ομιλίας
αρχ.
αδυναμία μελών του σώματος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρθρία: ἡ слабость членов, слабосильность (θηλυκή Arst.).