ἀποστολικός

From LSJ
Revision as of 15:06, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστολικός Medium diacritics: ἀποστολικός Low diacritics: αποστολικός Capitals: ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: apostolikós Transliteration B: apostolikos Transliteration C: apostolikos Beta Code: a)postoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A sung on departure, μέλη Procl. ap. Phot.p.322B.

German (Pape)

[Seite 327] zur Absendung gehörig; apostolisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστολικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de despedida τρόποι de cantos y bailes, Ath.631d
subst. τὸ ἀ. poema mélico de despedida Procl.Chr.37, 96.
II 1apostólico de abstr. y cosas ἀπὸ τάξεως ἀποστολικῆς Origenes Io.32.18, ἡ ἀ. γραφή ref. a las epístolas de S. Pablo, Clem.Al.Prot.1.4.4, Origenes Princ.1.proem.2, de la Iglesia Católica PRyl.471.5 (V d.C.)
de una iglesia dedicada, consagrada a los apóstoles Thdt.HE 2.31.11
de pers. que tiene carácter de apóstol, apostólico de San Bernabé μάρτυν τὸν ἀποστολικόν Clem.Al.Strom.2.20.116, de Job, Olymp.Iob proem.p.2.
2 subst. τὸ ἀ. dicho apostólico τὸ ἀ. «τὸ γὰρ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ» Clem.Al.Ecl.25 (p.143.23)
en plu. las Epístolas op. los Evangelios, Iren.Lugd.Haer.1.3.6, cf. Clem.Al.Strom.7.14.84
en liturgia La Epístola op. al Evangelio, Gr.Thaum.Anunt.M.10.1161C.
3 subst. οἱ ἀποστολικοί los apostólicos individuos de una secta ascética, Ammon.Io.4, Isid.Etym.8.5.19.
III adv. -ῶς apostólicamente ἀ. φθεγξώμεθα Origenes Mart.21.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀποστολικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο σύμφωνος με τη διδασκαλία τους
2. ένθερμοςαποστολικός ζήλος»)
μσν.- νεοελλ.
(το ουδέτερο ως ουσ.) τὸ ἀποστολικόν
1. βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης
2. τροπάριο προς τιμή των Αποστόλων
αρχ.
αυτός που τραγουδιέται κατά την αναχώρηση.