ἐξερείδω

From LSJ
Revision as of 16:15, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξερείδω Medium diacritics: ἐξερείδω Low diacritics: εξερείδω Capitals: ΕΞΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: exereídō Transliteration B: exereidō Transliteration C: eksereido Beta Code: e)cerei/dw

English (LSJ)

   A prop firmly, ταῖς ἀντηρίσι Plb.8.4.6; support, ἐ. μου βάσιν τρέμουσαν Luc.Trag.55; ἐ. ἀτονίαν σώματος Dsc.1.69.4:—Pass., to be underpinned, Plb.16.11.5, Sor.1.47.

German (Pape)

[Seite 878] verstärktes simpl., stützen, ταῖς ἀντηρίσι Pol. 8, 6, 6, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερείδω: στερεῶς ὑποστηρίζω, ταῖς ἀντηρίσιν Πολύβ. 8. 6, 6· ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 16. 11, 5· παρέχω στήριγμα, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς βάκτραν, ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν Λουκ. Τραγῳδοποδ. 55.

French (Bailly abrégé)

servir de support à, supporter, soutenir, acc..
Étymologie: ἐξ, ἐρείδω.

Greek Monolingual

ἐξερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω, υποστηρίζω («ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν», Λουκ.)
2. ενισχύω
(«ἐξερείδει ἀτονίαν σώματος»).

Russian (Dvoretsky)

ἐξερείδω:
1) упирать, подпирать (ταῖς ἀντηρέσιν Polyb.);
2) поддерживать (βάσιν τρέμουσάν τινος Luc.).