ἡγήτωρ
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
(Dor. ἁγ- Ibyc.Oxy.2081 ( A f) Fr.4), ορος, ὁ, leader, commander, chief, Τρώων, φυλάκων, Il.3.153, 10.181; ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες chiefs in war and leaders in council, 2.79, etc.; ἡ. ὀνείρων, of Hermes, h.Merc. 14. II title of chief priest of Aphrodite in Cyprus, BMus.Inscr. 975.10 (Amathus), cf. Hsch. s.v. ἀγήτωρ.
German (Pape)
[Seite 1152] ορος, ὁ, = ἡγητήρ, Anführer, Heerführer; Τρώων Il. 3, 153; φυλάκων 10, 181; Πυλίων ἡγήτορες ἄνδρες 11, 687; oft ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες verb., die Ersten im Felde u. im Rathe. Auch bei K. S., ἡγήτορες ἐκκλησιῶν, Bischöfe.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγήτωρ: -ορος, ὁ, ἀρχηγός, ἄρχων, διοικητής, Τρώων, φυλάκων Ἰλ. Γ. 153, Κ. 181· ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, ἀρχηγοὶ ἐν πολέμῳ καὶ πρῶτοι ἐν βουλῇ, Β. 79, κτλ.· ἡγ. ὀνείρων, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 14.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
chef, qui préside à, gén..
Étymologie: ἡγέομαι.
English (Autenrieth)
ορος (ἡγέομαι): leader, chief; freq. ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, w. ἄνδρες, Il. 16.495.
Greek Monotonic
ἡγήτωρ: -ορος, ὁ, αρχηγός, διοικητής, οδηγός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἡγήτωρ: дор. ἁγήτωρ, ορος ὁ
1) предводитель, начальник (Τρώων, φυλάκων Hom.);
2) проводник: ἡ. ὀνείρων HH навевающий сны (т. е. Гермес);
3) вождь, наставник (эпитет Зевса у спартанцев Xen. и Аполлона Eur.).