μηλοκτόνος

From LSJ
Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοκτόνος Medium diacritics: μηλοκτόνος Low diacritics: μηλοκτόνος Capitals: ΜΗΛΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: mēloktónos Transliteration B: mēloktonos Transliteration C: miloktonos Beta Code: mhlokto/nos

English (LSJ)

ον,    A sheep-killing, Hsch. s.v. οἰσφάγῳ σιδήρῳ.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe tödtend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὰ πρόβατα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰο(σ)φάγῳ σιδήρῳ.

Greek Monolingual

μηλοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.