θάλεα

From LSJ
Revision as of 08:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάλεα Medium diacritics: θάλεα Low diacritics: θάλεα Capitals: ΘΑΛΕΑ
Transliteration A: thálea Transliteration B: thalea Transliteration C: thalea Beta Code: qa/lea

English (LSJ)

[ᾰ], Lacon. σάλ- (v. infr.), τά,

   A good cheer, happy thoughts, of the sleeping Astyanax, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.22.504; ἐν σάλεσσι πολλοῖς ἥμενος Alcm.10; θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινά Call.Fr. anon.31.—In form and accent pl. of θάλος, in meaning closer to θάλεια, θαλία.

German (Pape)

[Seite 1183] τά, s. θάλος.

Greek (Liddell-Scott)

θάλεα: ᾰ, τά, χαρά, εὐθυμία, εὐτυχεῖς στοχασμοί, ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀστυάνακτος, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Ἰλ. Χ. 504· ἐν σάλεσσι (Λακων. ἀντὶ θάλεσι) πολλοῖς ἥμερος Ἀλκμὰν 70· θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινὰ Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. - Κατὰ τύπον (ἂν καὶ οὐχὶ κατὰ τονισμὸν) οὐδ. πληθ. ὀνομαστικῆς *θαλύς· πρβλ. θάλεια.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
joie, plaisir.
Étymologie: probabl. pl. neutre de *θάλυς, d’où fém. θάλεια.

English (Autenrieth)

pl.: good cheer, Il. 22.504†.

Greek Monolingual

θάλεα, τὰ (Α)
ευφροσύνη, ευθυμία («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του θάλος, τα].

Greek Monotonic

θάλεα: [ᾰ], τά (θάλλω), χαρά, ευθυμία, χαρούμενες σκέψεις· θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θάλεα: (θᾰ) τά (только в gen. pl. θαλέων) жизнерадостность, веселье: θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Hom. с сердцем, исполненным радости.

Middle Liddell

θά˘λεα, τά, θάλλω
good cheer, happy thoughts, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.