καταβαπτίζω

From LSJ
Revision as of 15:55, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβαπτίζω Medium diacritics: καταβαπτίζω Low diacritics: καταβαπτίζω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΠΤΙΖΩ
Transliteration A: katabaptízō Transliteration B: katabaptizō Transliteration C: katavaptizo Beta Code: katabapti/zw

English (LSJ)

   A dip, drown, of wine, κ. τὴν ζωτικὴν δύναμιν Alex.Aphr.Pr.1.17; τὴν ψυχήν Ach.Tat.1.3:—Pass., to be submerged, overwhelmed, ὑπὸ τῆς ὑγρότητος Steph.in Gal.1.278D.; καταβαπτισθήσεταί μοι τὸ ζῆν Alciphr. 2.3.

German (Pape)

[Seite 1339] untertauchen, im Wasser ersticken, ersäufen, Sp., auch übertr., ὑπὸ μέθης, λύπης καταβαπτίζεσθαι, τὸν νοῦν καταβαπτισθείς, Eumath.

Greek (Liddell-Scott)

καταβαπτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, βυθίζω ἐντὸς τοῦ ὕδατος, καταπνίγω, τὸ πλῆθος τοῦ οἴνου τὴν ζωτικὴν δύναμιν… καταβαπτίζει Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 17, Ἀλκίφρ. 2-3, πρβλ. Ἀχιλλ. Τατ. 1. 3. -Παθ., πνίγομαι, ὑπὸ μέθης, τῇ θλίψει Εὐμάθ. σ. 198.

Greek Monolingual

καταβαπτίζω (AM)
1. (κυριολ. και συν. μτφ.) βυθίζω κάτι μέσα στο νερό, καταπνίγω
2. μτφ. κατακλύζω, καταπλημμυρίζω
3. εκκλ. βαπτίζω με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο
μσν.
1. περιλούζω, καταβρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βαπτίζω «βυθίζω»].