πέσκος

Revision as of 11:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A = πέκος, skin, rind, Nic.Th.549 ; hide, Hsch., Phot. (Acc. to A.D.Synt.8.21 by transpos. from σκέπω.)

German (Pape)

[Seite 603] τό, = πέκος, Fell, Haut, Rinde, Nic. Ther. 549. Nach den alten Gramm. durch Buchstabenumstellung von σκέπω.

Greek (Liddell-Scott)

πέσκος: τό, = πέκος, δέρμα, δορά, φλοιός, Νικ. Θηρ. 549. - (Κατὰ τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ σκέπω).

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. φλοιός
2. δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ' άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση του τ. μέσκος, ενώ κατ' άλλους από τη λ. πέλμα.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: skind, rind (Nic. Th. 549); πεσκέων δερμάτων H.; ἀ-πεσκής without a cover, sheath (τόξα; S. Fr. 626; not quite certain).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Rhiming to μέσκος (s. v.); after Güntert Reimw. 145 f. through cross with πέκος; or with πέλμα a. cogn.? Not with Prellwitz l.c. from *πέκ-σκ-ος.

Frisk Etymology German

πέσκος: {péskos}
Grammar: n.
Meaning: Haut, Rinde (Nik. Th. 549); πεσκέων· δερμάτων H.; ἀπεσκής ohne Hülle, Futteral (τόξα; S. Fr. 626; nicht ganz sicher).
Etymology : Reimwort zu μέσκος (s. d.); nach Güntert Reimw. 145 f. durch Kreuzung mit πέκος; oder mit πέλμα u. Verw.? Nicht mit Prellwitz u. A. aus *πέκσκος.
Page 2,519