δυσανάκλητος
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
English (LSJ)
ον, A hard to call back, Plu.2.74e; J.BJ2.18.8 (but simply, hard to summon, call together, Plu.Thes.24), etc. 2 hard to restore, of hysterics, Sor.2.29 (Comp.), cf. Herod.Med. in Rh.Mus.58.74; or to good spirits, Max.Tyr.33.6. Adv. -τως, ἔχειν to be hard to restore to one's senses, Dsc.Alex.16.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zurückzurufen, zurückzuhalten, Plut. de ad. et amic. discr. 52 u. Sp.; auch = schwer zu trösten, Max. Tyr.; δυσανακλήτως ἔχειν, von schweren Kranken, die schwer wieder zu sich zu bringen sind, Diosc. – Ueberh. = schwer zu etwas zu bringen, πρός τι, Plut. Thes. 24.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάκλητος: -ον, ὃν δυσκόλως ἀνακαλεῖ τις, Πλούτ. Θησ. 24, κτλ.· ‒ ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ὑγείαν, δυσανακλήτως ἔχειν Διοσκ. Ἀλεξ. 16· ἢ εἰς εὐθυμίαν. Μάξ. Τύρ. 33. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à rappeler, à ramener.
Étymologie: δυσ-, ἀνακαλέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de convocar σπόραδες ... καὶ δυσανάκλητοι de los primitivos habitantes del Ática, Plu.Thes.24.
2 que no se deja amonestar, que no atiende a la exhortación o a razones ὁ δὲ πληγεὶς μὲν τῇ παρρησίᾳ Plu.2.74e, ἐν συμφοραῖς Max.Tyr.27.6, (τὸ δημοτικόν) δυσανάκλητον ἦν I.BI 2.498, τὸ βάρβαρον ἦθος Hld.1.30.6, μὴ ... εἰς γῆν κλιθῇς ... καὶ δυσανάκλητον ἔχῃς τὴν ταπεινότητα Gr.Naz.M.36.405B.
3 medic. que apenas atiende a la llamada, que no reacciona en los estados letárgicos δυσανάκλητοι, κἂν ἀνακληθῶσιν, πρὸς τὰς ἐμβοήσεις Paul.Aeg.6.74.1, ἰσχνότης δ. debilidad extrema de la que cuesta recobrarse Anon.Med.Acut.Chron.41.2, del propio letargo, Sor.3.6.174, cf. Gal.14.741, 18(1).40.
II adv. -ως medic. sin reaccionar, sin salir del letargo δ. αὐτῶν ἐχόντων Dsc.Alex.16.
Greek Monolingual
δυσανάκλητος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δύσκολα τον συγκεντρώνει κανείς
2. δυσθεράπευτος
3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση.
Greek Monotonic
δυσανάκλητος: -ον (ἀνακᾰλέω), αυτός που δύσκολα ανακαλείται, δύσκολα επανορθώσιμος, αυτός που δεν μπορεί να κληθεί πίσω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσανάκλητος:
1) которого трудно созвать или собрать (οἱ σποράδες καὶ δυσανάκλητοι πρός τι Plut.);
2) не поддающийся уговорам (δ. καὶ δυσπαρηγόρητος Plut.).
Middle Liddell
δυσ-ανάκλητος, ον adj [ἀνακᾰλέω]
hard to call back, Plut.