λιθόβλητος
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
ον,
A stone-throwing, pelting, εὐστοχίη AP9.3. II set with stones, κεκρύφαλα ib.5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 44] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιθοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόβλητος: -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. νιφετός, βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59· ὡσαύτως λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. λιθοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 parsemé de pierreries;
2 qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λιθόβλητος, -ον) λιθοβολώ
νεοελλ.
αυτός που λιθοβολήθηκε
μσν.
διακοσμημένος με λίθους
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοβολία.
Greek Monotonic
λῐθόβλητος: -ον, I. λιθοβολημένος, σε Ανθ.
II. διακοσμημένος με πέτρες, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λῐθόβλητος: λίθος + βάλλω
1) усаженный (драгоценными) камнями (κεκρύφαλος Anth.);
2) мечущий камни, метательный (εὐστοχίη Anth.).
Middle Liddell
λῐθό-βλητος, ον
I. stone-throwing, pelting, Anth.
II. set with stones, Anth.