ἐρίγδουπος

From LSJ
Revision as of 21:53, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίγδουπος Medium diacritics: ἐρίγδουπος Low diacritics: ερίγδουπος Capitals: ΕΡΙΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: erígdoupos Transliteration B: erigdoupos Transliteration C: erigdoupos Beta Code: e)ri/gdoupos

English (LSJ)

ον,    A = ἐρίδουπος (q.v.), loud-sounding, thundering, in Hom. epith. of Zeus, Διὸς υἱὸν ἐριγδούποιο Il.5.672 ; ἐ. πόσις Ἥρης Od.15.112 ; exc. in Il.11.152 ἐ. πόδες ἵππων ; so after Hom., Ναΐδων ἐ. στοναχαί Pi.Dith.Oxy.2.12 ; καλαῦροψ APl.4.74 ; βοείη Nonn.D.18.105.

German (Pape)

[Seite 1028] laut tosend, donnernd, bei Hom. gew. ἐρ. πόσις Ἥρης, vom Donnerer Zeus; aber Il. 11, 152 ἐρίγδουποι πόδες ἵππων; sp. D., ποταμοί Qu. Sm. 3, 221. Vgl. ἐρίδουπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίγδουπος: -ον, = ἐρίδουπος (ὃ ἴδε), βροντωδῶς ἠχῶν, βροντώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθετον τοῦ Διός, ἐριγδούπου Διὸς υἱὸν Ἰλ. Ε. 672· ἐρ. πόσις Ἥρης Ὀδ. Ο. 112, 180 Ἰλ.: Ἐν Ἰλ. Λ. 152. περὶ τῶν ποδῶν τῶν ἵππων, ἐρίγδουποι πόδες ἵππων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, *γδοῦπος, v. δοῦπος.

English (Autenrieth)

and ἐρίδουπος (γδοῦπος): loud-thundering, resounding; epith. of Zeus, also of the seashore, the feet of horses, and the portico of a palace, Il. 5.672, Il. 20.50, Il. 11.152, Il. 24.323.

English (Slater)

ἐρίγδουπος, -ον
   1 resounding ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ Δ. 2. 12.

Greek Monolingual

ἐρίγδουπος, -ον (Α)
(κυρίως για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο βροντώδης («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», Ομ. Ιλ.)
βλ. και ερίδουπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + γδούπος].

Greek Monotonic

ἐρίγδουπος: -ον, = ἐρίδουπος, αυτός που βροντά δυνατά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίγδουπος:
1) оглушительно гремящий, грохочущий (Ζεύς Hom.);
2) производящий громкий топот (πόδες ἵππων Hom.).

Middle Liddell

ἐρί-γδουπος, ον = ἐρίδουπος
loud-thundering, Hom.