δυσκράτητος
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A hard to control, τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3; ungovernable, ill-disciplined, J.AJ19.4.1; γηρῶντι ἤδη δ. εἶναι (sc. τὴν ἀρχήν) App.Syr. 61.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu besiegen, D. Sic. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκράτητος: [ᾰ], -ον, δυσκατανίκητος, δυσκατάβλητος, Διόδ. 3. 3.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 difícil de gobernar (τὴν ἀρχήν) γηρῶντι ἤδη δυσκράτητον εἶναι App.Syr.61
•incontrolable, indisciplinado ἀνθρώπων πλῆθος I.AI 19.243
•difícil de tratar de la enfermedad, Archig. en Orib.44.23.4
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de contrarrestar μὴ καταπολεμῆσαι διὰ ... τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3.
2 inabarcable τῶν ἐγκωμίων ... ὁ λόγος Hymn.Is.21 (Maronea).
Greek Monolingual
δυσκράτητος, -ον (Α)
1. δυσκολονίκητος
2. δυσκολοκυβέρνητος
3. αυτός που δύσκολα υπομένει την εξουσία κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
δυσκράτητος: с трудом управляемый, которым трудно овладеть: τὸ δυσκράτητον τῆς ἐπιβολῆς Diod. неосуществимость замысла.