ἀργηστής

Revision as of 15:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A = ἀργής, glancing, flashing, πτηνὸς ἀ. ὄφις, of an arrow, A.Eu.181.    2 white, ἀφρός Id.Th.60; κύκνοι Theoc.25.131.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ ἀργήεις, ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. ὄφις Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) λευκός, ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
1 blanc;
2 brillant.
Étymologie: cf. ἀργής et ἀργήεις.

Spanish (DGE)

-οῦ
adj. brillante, blanco πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.Eu.181
blanco ἀφρός A.Th.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas B.5.67.

Greek Monolingual

ἀργηστής, ο (Α)
αστραφτερός, λαμπερός, λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα -στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε -ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι αμφίβολη].

Greek Monotonic

ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργῆς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργηστής: Aesch., Theocr. = ἀργής.

English (Woodhouse)

(see also: ἀργής) bright