πορθήτωρ
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = πορθητής, A.Ag.907, Ch.974.
German (Pape)
[Seite 683] ορος, ὁ, poet. = πορθητής; Ἰλίου, Aesch. Ag. 881; δωμάτων, Ch. 968.
Greek (Liddell-Scott)
πορθήτωρ: -ορος, ὁ, = πορθητής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 907, Χο. 974.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
dévastateur.
Étymologie: πορθέω.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
πορθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. νική-τωρ, ποθή-τωρ)].
Greek Monotonic
πορθήτωρ: -ορος, ὁ, πορθητής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πορθήτωρ: ορος ὁ Aesch. = πορθητής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορθήτωρ -ορος, ὁ zie πορθητής.
Middle Liddell
πορθήτωρ, ορος, ὁ, = πορθητής, Aesch.]