φίλορνις
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ῑθος, ὁ, ἡ, A fond of birds, Ocell.4.14, Plu.Num.4, Opp.C.1.78, Ael.NA6.29, Iamb.VP31.212. II loved or haunted by birds, πέτρα A.Eu.23.
German (Pape)
[Seite 1284] ιθος, den Vogel, die Vögel liebend; πέτρα Aesch. Eum. 23; θεός Plut. Num. 4; od. den Vögeln lieb, von ihnen besucht.
Greek (Liddell-Scott)
φίλορνις: -ῑθος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ πτηνά, Πλουτ. Νουμ. 4, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 78, κλπ. ΙΙ. ἐπὶ πέτρας, ἣν ἀγαπῶσι τὰ πτηνά, εἰς ἣν συχνάζουσιν, ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις Αἰσχύλ. Εὐμ. 23.
French (Bailly abrégé)
ιθος (ὁ, ἡ)
1 qui aime les oiseaux;
2 aimé ou recherché des oiseaux.
Étymologie: φίλος, ὄρνις.
Greek Monolingual
-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που αγαπά τα πουλιά
2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὄρνις, -ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ - ορνις)].
Greek Monotonic
φίλορνις: -ῖθος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που αγαπά τα πτηνά, σε Πλούτ.
II. αυτός που αγαπιέται ή γίνεται σημείο συνάντησης από τα πτηνά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φίλορνις: ῑθος adj.
1) любящий птиц (φίλιππος καὶ φ. Plut.);
2) излюбленный птицами (πέτρα Aesch.).
Middle Liddell
φίλ-ορνις, ῑθος, ὁ, ἡ,
I. fond of birds, Plut.
II. loved or haunted by birds, Aesch.