εὐοργησία

Revision as of 20:43, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A gentleness of temper, E.Hipp.1039, Ba.641 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1085] ἡ, Sanftmuth, Gelassenheit; Eur. Bacch. 641 Hippol. 1039.

Greek (Liddell-Scott)

εὐοργησία: ἡ, ἠπιότης διαθέσεως, Εὐρ. Ἱππ. 1039, Βάκχ. 641.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonté naturelle.
Étymologie: εὐόργητος.

Greek Monolingual

εὐοργησία, ἡ (Α) ευόργητος
ηπιότητα διαθέσεως, πραότητα («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», Ευρ.).

Greek Monotonic

εὐοργησία: ἡ, ηπιότητα διάθεσης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐοργησία: ἡ мягкий характер, незлобивость, уравновешенность Eur.

Middle Liddell

εὐοργησία, ἡ,
gentleness of temper, Eur. [from εὐόργητος

English (Woodhouse)

good-humour