οἰσύϊνος

From LSJ
Revision as of 14:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύϊνος Medium diacritics: οἰσύϊνος Low diacritics: οισύϊνος Capitals: ΟΙΣΥΪΝΟΣ
Transliteration A: oisýïnos Transliteration B: oisuinos Transliteration C: oisyinos Beta Code: oi)su/i+nos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον,    A of osier, of wickerwork, ῥῖπες Od.5.256 ; ἀσπίδες Th.4.9 ; ὅπλα X.HG2.4.25 ; ῥάβδος AP6.246 ; κύρτος Opp.H.3.372.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, ὁ ἐξ οἰσύας, ῥῖπες Ὀδ. Ε. 256· ἀσπίδες Θουκ. 4. 9· ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 25.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’osier.
Étymologie: οἰσύα.

Greek Monolingual

οἰσύϊνος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς («οἰσύϊναι ἀσπίδες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφν-ινος)].

Greek Monotonic

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη λυγαριά, πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

οἰσύϊνος: ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; ὅπλα Xen.).

English (Woodhouse)

of osier, of ozier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)