ῥιγοπύρετος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, A fever with shivering fits, ague, Gal.19.560,567, Ptol.Tetr.115, Vett.Val.210.5; also ῥῑγο-πύρετον, τό, Phryn.PSp.73B.; Dim. ῥῑγο-τίον, τό, Hsch. s.v. ἠπιόλιον.
German (Pape)
[Seite 842] ὁ, ein Fieber mit heftigem Frostschauer, Hippocr.; bei B. A. 42 τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγοπύρετος: ὁ, πυρετὸς μετὰ ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ ὡσαύτως ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπιόλιον.
Greek Monolingual
ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α
πυρετός που συνοδεύεται από έντονο ρίγος, πυρετικός παροξυσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + πυρετός.