κάθεμεν
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
Ep. 1pl. aor. 2 of καθίημι. καθέν, for καθ' ἕν, A v. κατά B.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
κάθεμεν: Ἐπικ. α΄ πληθ. ἀόρ. β΄ τοῦ καθίημι.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. ao.2 de καθίημι.
Greek Monotonic
κάθεμεν: Επικ. αʹ πληθ. αορ. βʹ του καθίημι.
Russian (Dvoretsky)
κάθεμεν: эп. 1 л. pl. aor. 2 к καθίημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάθεμεν ep. indic. aor. act. 1 plur. van καθίημι.