κλειτοριάζω

From LSJ
Revision as of 09:32, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειτοριάζω Medium diacritics: κλειτοριάζω Low diacritics: κλειτοριάζω Capitals: ΚΛΕΙΤΟΡΙΑΖΩ
Transliteration A: kleitoriázō Transliteration B: kleitoriazō Transliteration C: kleitoriazo Beta Code: kleitoria/zw

English (LSJ)

   A touch the κλειτορίς, Ruf.Onom.111, Hsch., Suid.:— also κλειτορ-ίζω, v.l. in Poll.2.174.

German (Pape)

[Seite 1448] die κλειτορίς berühren, E. M. 590, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κλειτοριάζω: -ίζω, ψηλαφῶ, ψαύω τὴν κλειτορίδα, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― Κατὰ Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».

French (Bailly abrégé)

caresser le clitoris.
Étymologie: κλειτορίς².

Greek Monolingual

κλειτοριάζω και κλειτορίζω (Α) κλειτορίς
ψηλαφώ, πιάνω την κλειτορίδα («κλειτοριάζειν
τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. Σούδα).