τορεύς

From LSJ
Revision as of 09:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορεύς Medium diacritics: τορεύς Low diacritics: τορεύς Capitals: ΤΟΡΕΥΣ
Transliteration A: toreús Transliteration B: toreus Transliteration C: toreys Beta Code: toreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,    A boring tool used in making wells, Philyll.18 as cited by Poll.7.192, cf. 10.149 (τόρος Eust., cf. Hsch., Phot.); γόμφων τ. for boring holes for dowels, AP6.205.8 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, = τορευτής; bes. das Schnitzmesser, der Grabstichel des τορευτής, Sp., auch eine Art Bohrer, γόμφων, Leon. Tar. 4 (VI, 205). Vgl. noch Poll. 7, 192.

Greek (Liddell-Scott)

τορεύς: έως, ὁ, ἡ γλυφὶς τορευτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 192, Ι΄, 149· ὡσαύτως, ὁ τρυπῶν ἢ διατρυπῶν, Ἀνθ. Π. 6. 205, ἴδε Meineke εἰς Φιλύλλιον ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἴδε τόρος.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
sorte de vrille.
Étymologie: τορός.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. η σμίλη, το κοπίδι του τορευτή
2. είδος τρυπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρος + κατάλ. -εύς (πρβλ. κωπ-εύς: κώπη). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. τορεύω.

Greek Monotonic

τορεύς: -έως, ὁ (τείρω), αυτός που διατρυπάει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τορεύς: έως ὁ сверло Anth.

Middle Liddell

τορεύς, έως, ὁ, τείρω
a borer, piercer, Anth.