χειμάμυνα

From LSJ
Revision as of 10:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμάμῡνα Medium diacritics: χειμάμυνα Low diacritics: χειμάμυνα Capitals: ΧΕΙΜΑΜΥΝΑ
Transliteration A: cheimámyna Transliteration B: cheimamyna Transliteration C: cheimamyna Beta Code: xeima/muna

English (LSJ)

[ᾰμ], ἡ,    A defence against winter, thick winter cloak, A.Fr.449, S.Fr.1112, Ael.Dion.Fr.445.

German (Pape)

[Seite 1342] ἡ, Abwehr u. Schutz gegen Winter, Sturm u. Regen, ein dicker Winterrock; Aesch. frg. 390; Soph. frg. 958.

Greek (Liddell-Scott)

χειμάμῡνα: ἡ, ἄμυνα κατὰ τοῦ χειμῶνος, χειμερινὸν ἱμάτιον, «καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν, ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος, Ὅμηρος δὲ ἀλεξάνεμον κέκληκεν» Πολυδ. Ζ΄, 61· ἐκ τοῦ Σοφ. ἐν τοῖς Bachm. Ἀνεκδ. 1. 415.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βαρύ ένδυμα και κάθε άλλο μέσο με το οποίο αντιμετωπίζει κανείς τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἄμυνα.

Russian (Dvoretsky)

χειμάμῡνα: ἡ защита от холода, т. е. зимний плащ Aesch., Soph.