διάχρυσος
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ον, A interwoven with gold, ἱμάτιον Test. ap. D.21.22; ἐσθῆτες Plb.6.53.7; σκηναί D.S.14.109; ὑποδήματα Plu.2.142c.
Greek (Liddell-Scott)
διάχρῡσος: -ον, συνυφασμένος χρυσῷ, χρυσοΰφαντος, ἱμάτιον Δημ. 522. 2· ἐσθῆτες Πολύβ. 6. 53, 7· ὑποδήματα Πλούτ. 2. 142C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brodé d’or.
Étymologie: διά, χρυσός.
Spanish (DGE)
-ον
1 dorado, cubierto de oro de objetos de metal, prob. bañado en oro βοῦς Eudox.Fr.296, φιάλη ἔκτυπος δ. IG 11(2).161B.69, 164A.5 (ambas Delos III a.C.), cf. Ath.Askl.4.64, 70 (III a.C.), (φαρέτραν) ἀργυρᾶν ... διάχρυσον ID 1408A.1.30 (II a.C.), λαμπάδες Callix.2 (p.170.7), μίτρα Longus 1.5.3, ἀσπίς Plu.Alc.16, στέφανος D.C.44.6.3
•de objetos de otros materiales prob. cubierto de oro o con adornos en oro ζωνίον ID 1449Ba.1.9, 1450A.201 (ambas II a.C.), κισσύβιον Longus 1.15.3, ὑποδήματα Plu.2.142c, σόκκοι DP 9.22, προσωπεῖον Luc.Tim.27
•p. ext. de pers. engalanado con oro ἡ δὲ δ. ἑταίρα πολὺν ἔχει τὸν χρυσὸν περὶ τῇ κόμῃ de una máscara de comedia, Poll.4.153, cf. 151.
2 de tejidos dorado e.d. entretejido con hilos de oro, tejido con oro ἱμάτιον Test. en D.21.22, cf. LXX Ps.44.10, Chrys.M.50.692, στολαί LXX 2Ma.5.2, Plb.30.25.10, cf. D.S.36.13, ἐσθῆτες Plb.6.53.7, I.BI 7.137, cf. Hld.4.15.2, στολαί Plb.30.25.13, χιτῶνες Callix.2 (p.172.17), Plu.2.554b, αὐλαῖαι Chares 4, οὐρανίσκοι Phylarch.41, σκηναί D.S.14.109, χλαμύς Poll.4.116, ἔνδυμα Eus.M.23.404A, στρώματα D.C.56.34.1.
Greek Monolingual
-ο (Α -ος, -ον)
1. ο υφασμένος με χρυσό, χρυσοΰφαντος
2. ο στολισμένος με χρυσό.
Greek Monotonic
διάχρῡσος: -ον, αυτός που αναμειγνύεται με χρυσό, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διάχρῡσος:
1) отделанный золотом или позолоченный (ὅπλα, ἀσπίς Plut.);
2) расшитый золотом (ἱμάτιον Dem.; στολαί Polyb.; ὑποδήματα Plut.).
Middle Liddell
διά-χρῡσος, ον adj
interwoven with gold, Dem.