δοριστέφανος

From LSJ
Revision as of 19:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοριστέφᾰνος Medium diacritics: δοριστέφανος Low diacritics: δοριστέφανος Capitals: ΔΟΡΙΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: doristéphanos Transliteration B: doristephanos Transliteration C: doristefanos Beta Code: doriste/fanos

English (LSJ)

ον,    A crowned for bravery, Σπάρτα ib.596.

German (Pape)

[Seite 658] speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).

Greek (Liddell-Scott)

δοριστέφανος: -ον, στεφανωθεὶς ἐπὶ ἀνδρείᾳ, Σπάρτα Ἀνθ. Π. 9. 596.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné pour sa vaillance, pour sa bravoure.
Étymologie: δόρυ, στέφανος.

Spanish (DGE)

(δοριστέφᾰνος) -ον
coronado por su valor guerrero Σπάρτα Lobo SHell.512.

Greek Monolingual

δοριστέφανος, -ον (Α)
στεφανωμένος για την πολεμική του ανδρεία.

Greek Monotonic

δοριστέφανος: -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για ανδρεία (που επέδειξε), νικηφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δοριστέφᾰνος: увенчанный боевой славой (Σπάρτα Anth.).

Middle Liddell

δορι-στέφανος, ον adj
crowned for bravery, Anth.