λακίζω

From LSJ
Revision as of 10:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰκίζω Medium diacritics: λακίζω Low diacritics: λακίζω Capitals: ΛΑΚΙΖΩ
Transliteration A: lakízō Transliteration B: lakizō Transliteration C: lakizo Beta Code: laki/zw

English (LSJ)

   A tear, Lyc.1113, AP9.117 (Stat. Flacc.):—Pass., ib.4.3b. 14 (Agath.); λακισθεὶς ὑπὸ λύκων MAMA1.286 (Phrygia).    2 split, καλάμους POxy.326 (i A. D., λακήσῃ Pap.).    II = θωπεύω (s. v.l.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 8] zerreißen, zersetzen, Agath. prooem. 60 (IV, 3); ἐν φοναῖς δέμας, Lycophr. 1113, Schol. σχίζειν, ἀφανίζειν. – Nach Hesych. auch = θω πεύω; – λακιστός, zerrissen, Antiphan. bei Ath. VII, 303 f; Luc. Piscat. 2.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκίζω: σπαράττω, Λυκόφρ. 1113, Ἀνθ. Π. 4. 3, 60. - Παθ., ἐπὶ πλοίου, Ἐπιφάν. ΙΙ. = θωπεύω, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

déchirer.
Étymologie: λακίς.

Greek Monolingual

λακίζω) λακίς
νεοελλ.
τρέπομαι σε φυγή, λακώ, γλακώ
αρχ.
1. σπαράζω, ξεσχίζω («λακισθεὶς ὑπὸ λύκων», επιγρ.)
2. σκίζω
3. σπάζω
4. καταστρέφω
5. (κατά τον Ησύχ.) πιθ. «θωπεύω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. λακίζω από μεταπλασμό του τ. λακώ].

Greek Monotonic

λᾰκίζω: σπαράζω στο κλάμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λακίζω: рвать на части, разрывать, растерзывать (χαλκῷ τι, κόμας καρήνου Anth.).

Middle Liddell

λᾰκίζω,
to tear, Anth. [from λᾰκίς]