πάλλαξ
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ακος [prob. ᾱ], ὁ, A youth, below the age of an ἔφηβος, Ael. Dion.Fr.172: fem., girl, Gell.4.3:—also πάλληξ, GDI5704.7 (Samos, iii/ii B. C.), Ar. Byz. ap. Ammon.p.37 V., Corn.ND20, Hsch.
German (Pape)
[Seite 452] ακος, ὁ, ἡ, eigtl. = νέος, Jüngling, Mädchen, bes. der Geliebte, die Geliebte, u. vorzugsweise das Kebsweib, im Gegensatze zur rechtmäßigen Gattinn, VLL., die auch πάλληξ anführen und es auf πάλλω zurückführen, das Alter, in welchem der menschliche Körper die größte Schwungkraft besitzt; vgl. aber das lat. pellex, und μέλλαξ, μεῖραξ. Auch Παλλάς, άδος, soll nach den Alten damit zusammenbangen. Vgl. Strab. XVII, 816.
Greek (Liddell-Scott)
πάλλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, κυρίως, νεανίας μόλις νεώτερος τοῦ ἐφήβου, ἴδε ἐν λ. Παλλάς· πάλληξ ἐν Κορνούτ. π. Θεῶν Φυσ. 20· - τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς, παλληκάριον ἢ -κάρι. - Κατὰ τοὺς Δωρ., πάλλαξ, = παλλακίς, Ἐτυμολ. Μέγ. 649, 57.
French (Bailly abrégé)
πάλλακος (ὁ, ἡ)
jeune homme, jeune fille.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
πάλλαξ, -ακος, ὁ, ἡ, και πάλληξ, ὁ (Α)
1. νέος λίγο πριν από την εφηβική ηλικία
2. το θηλ. α) νέα γυναίκα
β) παλλακίδα
3. (κατά τον Ησύχ.) «πάλληξ
βούπαις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το ουσ. παλλακή με αθέματη μορφή].