ποικιλτικός
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
ή, όν, A skilful in embroidery, Poll.7.34: ἡ -κή (with or without τέχνη) embroidery, ibid., D.H.Comp.2, Ph.1.652, Vett.Val.3.21; π. ἐπιστήμη LXXJb.38.36; ποικιλτικά, v.l. for ποικιλτά, ib.Ex.37.21 (38.23).
German (Pape)
[Seite 651] zum Sticker, zum Sticken gehörig, dazu geschickt; ἡ ποικιλτική, sc. τέχνη, Stickerkunft, Stickerei, Sp., wie D. Hal. C. V. 3 E. – Adv., Poll. 7, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλτικός: -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ποικίλλειν, Πολυδ. Ζ΄, 34· ― ἡ ποικιλιτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ὡς τὸ ποικιλία, αὐτόθι, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποικιλτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποικιλτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην τέχνη του ποικιλτή, στη διακόσμηση υφασμάτων κυρίως με κεντήματα
2. το θηλ. ως ουσ. η ποικιλτική
(με ή χωρίς τη λέξη τέχνη) η τέχνη του ποικιλτή, της διακόσμησης υφασμάτων κυρίως με κεντήματα, η κεντητική
νεοελλ.
φρ. «ποικιλτικός ιστός»
(πετρογρ.) περιγραφικός χαρακτηρισμός ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ορισμένοι ακανόνιστα διεσπαρμένοι και με διαφορετικούς προσανατολισμούς κρύσταλλοι ενός ορυκτού εγκλείονται μέσα σε μεγαλύτερους κρυστάλλους ενός άλλου ορυκτού, το οποίο αποκτά διάστικτη και ποικιλόχρωμη εμφάνιση
αρχ.
1. έμπειρος, επιδέξιος στο ποίκιλμα, στη διακόσμηση υφάσματος κυρίως με κεντήματα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποικιλτικά
κεντημένα υφάσματα, αλλ. ποικιλτά.
επίρρ...
ποικιλτικῶς Α
με ποικιλτικό τρόπο.