ποτάγορος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
Dor. for προσήγορος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) προσήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + -αγορος/ -ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτάγορος Dor. voor προσήγορος.