προσπορίζω
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ, A procure or supply besides, X.Mem.3.6.5, D.4.29; αὐτοὶ παρ' αὑτῶν ἕτερα (sc. κακά) -πορίζομεν Men.534.8; π. τινὶ τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν acquire for one the actio and obligatio of the transaction, POxy.133.6 (vi A.D.):—Pass., Aen.Tact.11.3 (sed leg. προπ-) ; τὰ -ιζόμενα ἐκ τοῦ λουτροῦ the income from... PFlor.384.35 (v A.D.). 2 Math., add, in Pass., Arist.Mete.376a14, Iamb. in Nic.p.47P.
German (Pape)
[Seite 779] noch dazu verschaffen; Xen. Mem. 3, 6, 5; προσποριεῖ τὰ λοιπὰ αὐτὸ τὸ στράτευμα ἀπὸ τοῦ πολέμου, Dem. 4, 29, – in der Dialektik = im Beweise eines Lehrsatzes aus dem Bewiesenen folgern und dazunehmen, wie adsumere, Arist. meteorl. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσπορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, πορίζω προσέτι, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 5, Δημ. 48. 9. 2) ἐν τῇ λογικῇ λαμβάνω ὡς δεδομένον προσέτι, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν», καὶ κατὰ Σουΐδ. καὶ Φώτ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν, προσοδευθέν».
French (Bailly abrégé)
procurer ou fournir [en outre], acc..
Étymologie: πρός, πορίζω.
Greek Monolingual
ΝΑ
1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον
2. μέσ. προσπορίζομαι
προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως
αρχ.
1. μαθημ. προσθέτω
2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορίζω «φέρω, τροφοδοτώ» (< πόρος)].
Greek Monotonic
προσπορίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, προμηθεύω ή εφοδιάζω επιπλέον, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προσπορίζω: (fut. προσποριῶ)
1) сверх того доставлять, еще добывать (τὰ λοιπά Dem.);
2) лог. сверх того допускать, еще полагать, присоединять: προσπεπορίσθω πρὸς τὴν Β, ἐφ᾽ ἧς τὸ Ζ Arst. пусть к (линии) Β будет добавлена (линия) Ζ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πορίζω erbij leveren.