ἀπηγόρημα
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ατος, τό A defence, opp. κατηγόρημα, Pl.Lg.765b.
German (Pape)
[Seite 290] τό, Verthe idigung, Ggstz κατηγόρημα Plat. Legg. VI, 765 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηγόρημα: τό, ὑπεράσπισις, ἔχον ὡς ἀντίθετον τό κατηγόρημα, Πλάτ. Νόμ. 765B.
Spanish (DGE)
-ματος, τό defensaop. κατηγόρημα Pl.Lg.765b.
Russian (Dvoretsky)
ἀπηγόρημα: ατος τό защитительная речь, защита Plat.