ἐπισημειόομαι

From LSJ
Revision as of 20:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισημειόομαι Medium diacritics: ἐπισημειόομαι Low diacritics: επισημειόομαι Capitals: ΕΠΙΣΗΜΕΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: episēmeióomai Transliteration B: episēmeioomai Transliteration C: episimeioomai Beta Code: e)pishmeio/omai

English (LSJ)

   A = ἐπισημαίνομαι, distinguish, observe, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον S.E.M.5.68; κρότῳ by applause, Plu.2.235c(nisi leg.-σημην-).    2. observe, remark, ὅτι . . Asp.in EN139.6, cf.Anon.Lond.21.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισημειόομαι: Μέσ. = ἐπισημαίνομαι, διακρίνω, παρατηρῶ, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68· ἐγκρίνω, ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ ἔθος, ἐπιδοκιμασάντων διὰ χειροκροτήσεως τὸ ἔθος, Πλούτ. 235C.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
marquer son approbation, approuver, acc..
Étymologie: ἐπί, σημειόομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισημειόομαι:
1) отмечать, различать (τὸ ἀνίσχον, sc. σημεῖον Sext.);
2) выражать одобрение, одобрять (κρότῳ τι Plut.).