ὀνητός

From LSJ
Revision as of 00:09, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνητός Medium diacritics: ὀνητός Low diacritics: ονητός Capitals: ΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: onētós Transliteration B: onētos Transliteration C: onitos Beta Code: o)nhto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὀνίνημι)    A profitable, beneficial, Suid.    II ὀνητά· μεμπτά, Hsch. (fort. ὀνοστά).

German (Pape)

[Seite 347] 1) nützlich, nutzbar, Suid. erklärt ἀπολαυστός. – 2) (ὄνομαι) tadelhaft, Hesych. μεμπτός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνητός: -ή, -όν, (ὀνίνημι) ὠφέλιμος, ἐπωφελής, Σουΐδ. ΙΙ. ἀντὶ τοῦ ὀνοτός, ἐπονείδιστος (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀνητός, -ή, -όν (Α) ονίνημι
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὠφέλιμος, ἐπωφελής».