αὐτόδεκα
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
A just ten, Th.5.20.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόδεκα: ἀκριβῶς δέκα, Θουκ. 5. 20· ― αὐτο-δεκάς, άδος, ἡ, αὐτὸς ὁ ἀριθ. δέκα, αὐτὴ ἡ δεκάς. Πλωτῖν. 6. 6, 14.
French (Bailly abrégé)
adv.
juste dix, précisément dix.
Étymologie: αὐτός, δέκα.
Spanish (DGE)
indecl. exactamente diez αὐ. ἐτῶν διελθόντων Th.5.20.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
αὐτόδεκα: μόλις δέκα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόδεκα: ровно десять Thuc.
Middle Liddell
just ten, Thuc.