βοσκηματώδης
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ες, A brutish, bestial, θηριῶδες καὶ β. Str.5.2.7, cf. Ocell.4.14, M Ant.4.28; ἀναίσθητος καὶ β. Aristid Quint.2.6: coupled with ζῳ ώδης, Iamb.Protr.21.ιέ; β. ἔννοιαι Procl.in Cra.p.68P.
German (Pape)
[Seite 454] ες, viehmäßig, Strab. 5, 5. 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βοσκηματώδης: -ες, (εἶδος) κτηνώδης, θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224.
Spanish (DGE)
-ες
bestialunido a θηριώδης Str.5.2.7, M.Ant.4.28, Ocell.57, a ζῳώδης Iambl.Protr.21.15, ἀναίσθητος καὶ β. Aristid.Quint.63.7, βοσκηματώδεις ἔχοντες περὶ θεῶν ἐννοίας teniendo sobre los dioses ideas muy extravagantes Procl.in Cra.68.
Greek Monolingual
βοσκηματώδης, -ες (AM) βόσκημα
αυτός που ταιριάζει σε βοσκήματα, ζωώδης.