δημορριφής

From LSJ
Revision as of 00:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημορρῐφής Medium diacritics: δημορριφής Low diacritics: δημορριφής Capitals: ΔΗΜΟΡΡΙΦΗΣ
Transliteration A: dēmorriphḗs Transliteration B: dēmorriphēs Transliteration C: dimorrifis Beta Code: dhmorrifh/s

English (LSJ)

ές, A hurled by the people, ἀραί A.Ag.1616.

Greek (Liddell-Scott)

δημορριφής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐρριμμένος, ἀραὶ δ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lancé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, ῥίπτω.

Spanish (DGE)

(δημορρῐφής) -ές lanzado, proferido por el pueblo ἀραί A.A.1616.

Greek Monolingual

δημορριφής, -ές (Α)
φρ. «δημορριφεῑς... ἀράς» — κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ριφής < ριφή < ρίπτω].

Greek Monotonic

δημορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που εκτοξεύεται από το λαό, π.χ. κατάρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δημορρῐφής: брошенный народом, народный (ἀρά Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημορριφής -ές [δῆμος, ῥίπτω] door het volk geuit.

Middle Liddell

ῥίπτω
hurled by the people, Aesch.