δυσανάληπτος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ον, A hard to recover, μνήμη Alcid.Soph.19. II hard to recover from, ἀρρωστία Jul.Or.6.181a. Adv. -λήπτως, ἔχειν to be in a bad way for recovery, Ruf. ap. Orib.8.47.4. 2 of an athlete, unable to return to ordinary habits, Ath.Med. ap. Orib.inc.1.6.
German (Pape)
[Seite 675] schwer wieder herzustellen; μάθησις, schwer aufzufassen, Alcidam. de sophist. 676, 84 u. Sp.; ἀῤῥωστία, wovon man sich schwer erholt, Iulian.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάληπτος: -ον, ὃν δυσκόλως ἀναλαμβάνει ἢ ἀνακτᾶταί τις, μάθησις Ἀλκιδάμ. 2. 19. ΙΙ. ἐξ οὗ δυσκόλως ἀναλαμβάνει τις ἀρρωστία Ἰουλιαν. 181Β.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de recuperar μνήμη Alcid.1.19, del atleta que vuelve a la vida ordinaria, Ath.Med. en Orib.Inc.17.6
•medic. que se recupera o convalece con dificultad, enfermizo de lactantes, Hp.Dent.29, cf. Damocr. en Gal.13.1048, Asclep.Iun. en Gal.13.213, γέρων Hsch.s.u. τερύνης.
2 de lo que es difícil recuperarse o restablecerse ἀρρωστία Iul.Or.9.181b.
II adv. -ως en situación de difícil restablecimiento ἔχειν δ. restablecerse a duras penas Ruf. en Orib.8.47.11.
Greek Monolingual
δυσανάληπτος, -ον (Α)
1. εκείνος τον οποίο δύσκολα ξαναβρίσκει κανείς («δυσανάληπτος μνήμη»)
2. φρ. «δυσανάληπτος ἀρρωστία» — ασθένεια από την οποία δύσκολα αναλαμβάνει, συνέρχεται κανείς.