θεοσεχθρία

From LSJ
Revision as of 10:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοσεχθρία Medium diacritics: θεοσεχθρία Low diacritics: θεοσεχθρία Capitals: ΘΕΟΣΕΧΘΡΙΑ
Transliteration A: theosechthría Transliteration B: theosechthria Transliteration C: theosechthria Beta Code: qeosexqri/a

English (LSJ)

ἡ, A v. θεοισεχθρία; cf. θεοεχθρία.

German (Pape)

[Seite 1198] ἡ, Gottesfeindschaft, Götterverachtung; Ar. Vesp. 418, l. d.; Archipp. in Schol. zu dieser Stelle.

Greek (Liddell-Scott)

θεοσεχθρία: ἡ, μῖσος πρὸς τοὺς θεούς, ἀσέβεια, Ἄρχιππ. Πλούτῳ 2 (ἔνθα αἱ δύο πρῶται συλλαβαὶ κατὰ συνίζησ.), Δημ. 611. 15· ἐν Ἀριστοφ. Σφηξ. 418 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ θεοισεχθρία, Δινδ., Ἀριστοφ. καὶ Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. θεοῖς ἐχθρὸς παρὰ Δημ. 371. 11., 611. 15. - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 11, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 557, θεοεχθρία εἶνε ὁ ὑπάρχων τύπος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
haine pour les dieux.
Étymologie: θεός, ἐχθρός.

Greek Monotonic

θεοσεχθρία: ἡ (ἐχθρός), μίσος προς τους θεούς, εχθρότητα, ασέβεια, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

θεοσεχθρία: ἡ ненависть к богам, безбожие Arph.

Middle Liddell

θεοσ-εχθρία, ἡ, ἐχθρός
hatred of the gods, Dem.