κακομοιρία

From LSJ
Revision as of 10:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομοιρία Medium diacritics: κακομοιρία Low diacritics: κακομοιρία Capitals: ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: kakomoiría Transliteration B: kakomoiria Transliteration C: kakomoiria Beta Code: kakomoiri/a

English (LSJ)

ἡ, A ill fate, Sch.S.Tr.850, Sch.E.Ph.156.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, unglückliches Geschick, Schol. Soph. Tr. 862.

Greek (Liddell-Scott)

κακομοιρία: ἡ, κακὴ μοῖρα, δυστυχία, «κακομοιριά», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 851, Εὐρ. Φοίν. 156.

Greek Monolingual

η (Μ κακομοιριά, Α κακομοιρία) κακόμοιρος
κακή μοίρα, δυστυχία, αθλιότητα·.
νεοελλ.
έλλειψη καλής διαπλάσεως ή υψηλού φρονήματος, η έλλειψη προτερημάτων ή καλής εμφανίσεως.