κεκριμένως
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Adv., (κρίνω) A judiciously, discreetly, μουσικῇ χρῆσθαι Plu.2.1142c; cf. κεκραμένως.
German (Pape)
[Seite 1413] gesondert, mit Unterscheidung; mit Urtheil, mit Überlegung, Pol. 6, 150; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κεκρῐμένως: Ἐπίρρ., (κρίνω) διακεκριμένως, σαφῶς, ἀκριβῶς, Πλούτ. 2. 1142C.
French (Bailly abrégé)
adv.
en connaissance de cause.
Étymologie: κεκριμένος, pf. Pass. de κρίνω.
Russian (Dvoretsky)
κεκριμένως: тщательно, обдуманно Plut.