κορυστός
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ή, όν, ( A κορύσσω ΙΙ) raised up, heaped up, esp. of full measure, opp. ψηκτός, IG22.1013.22, al.; cf. κορυτόν· ἐπίμεστον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κορυστός: -ή, -όν, (κορύσσω ΙΙ) ἐπίμεστος, ἰδίως ἐπὶ πλήρους μέτρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψηκτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 22, Ἡσύχ. (ἐνθα ὁ Κῶδ. κορυτός).
Greek Monolingual
κορυστός, -ή, -όν (Α) κορύσσω
επιγρ. (για μέτρα) ξέχειλος, γεμάτος, σωρευτός.